Προσωπικά βιώµατα, αναµνήσεις συγγενών και φίλων ξετυλίγονται στα τρία διηγήµατα του βιβλίου, µε σκοπό να επαναφέρουν στη µνήµη όσα η λήθη προσπαθεί να καλύψει, να σβήσει.
Οι ήρωες του πρώτου διηγήµατος εξιστορούν σε Γερµανίδα δηµοσιογράφο, πολλά χρόνια µετά την περίοδο της γερµανικής Κατοχής, 1941-1944, πώς ξύπνησαν µια µέρα και έγιναν «αλήτες», πώς ο λιµός και η ανεύρεση τροφής επηρέασαν την καθηµερινότητά τους εκείνα τα χρόνια.
Αν ζούσε στη σηµερινή εποχή, η ηρωίδα του δεύτερου διηγήµατος θα είχε καταγγείλει τον βιασµό της από τον κατά πολλά χρόνια µεγαλύτερό της και αναγκαστικά µετέπειτα άντρα της.
Στο τρίτο διήγηµα γίνεται λόγος για... Περισσότερα
Προσωπικά βιώµατα, αναµνήσεις συγγενών και φίλων ξετυλίγονται στα τρία διηγήµατα του βιβλίου, µε σκοπό να επαναφέρουν στη µνήµη όσα η λήθη προσπαθεί να καλύψει, να σβήσει.
Οι ήρωες του πρώτου διηγήµατος εξιστορούν σε Γερµανίδα δηµοσιογράφο, πολλά χρόνια µετά την περίοδο της γερµανικής Κατοχής, 1941-1944, πώς ξύπνησαν µια µέρα και έγιναν «αλήτες», πώς ο λιµός και η ανεύρεση τροφής επηρέασαν την καθηµερινότητά τους εκείνα τα χρόνια.
Αν ζούσε στη σηµερινή εποχή, η ηρωίδα του δεύτερου διηγήµατος θα είχε καταγγείλει τον βιασµό της από τον κατά πολλά χρόνια µεγαλύτερό της και αναγκαστικά µετέπειτα άντρα της.
Στο τρίτο διήγηµα γίνεται λόγος για απαγορευµένα βιβλία από τη χούντα των συνταγµαταρχών, το 1967, που, ενώ πετάχτηκαν από κάποιους στα σκουπίδια, έγιναν πολύτιµο απόκτηµα για άλλους.
Το ότι ήµασταν φτωχοί το ξέραµε. Όµως µε την άγρια βαρυχειµωνιά και την έλλειψη τροφής το µόνο που µας είχε αποµείνει ήταν να γίνουµε αλήτες. Ζούσαµε µέρα µε τη µέρα. Είχαµε καταντήσει ζητιάνοι, πειναλέοι, σκελετωµένοι, τρεφόµασταν µε τον αέρα.
Η τόσο αλλόκοτη σχέση των τριών άρχισε να γίνεται αντιληπτή καταρχάς στους συγχωριανούς, µετά όµως µαθεύτηκε και σε άλλα χωριά. Όλοι οι κάτοικοι µιλούσαν ακατάπαυστα γι’ αυτή.
Ο δρόµος µάς καλούσε πάντα, και εµείς ανταποκρινόµασταν αµέσως. Εκεί λύναµε όλα τα θέµατα που αφορούσαν τη φιλία, την ειλικρίνεια, την ηθική, τις αντιζηλίες. Λιγότερα