Η άσκηµη γέψη της εγκατάλειψης ξέκοβε απ’ τα κλώνια των χιονισµένων δέντρων κι ερχότανε, ερχότανε, του σκέπαζε τα χείλια µε το παλιό χιόνι, ανούσιο και κοροϊδευτικό µαζί κατασκεύασµα του αγνώστου. Η επαφή όµως αυτή έκανε τα µηνίγγια του να τρίξουν, τη γλώσσα του να ξεκολλήσει απαιτητική. Εδώ, εκεί, παντού, από παντού –από κει, από δω, από µέσα του, η δίψα– η δίψα. Γλίστρησε θολή από τα µάτια και πήγε να χορτάσει στο γλείψιµο, στο βύζαµα, στο δάγκωµα των χειλιών – σάµπως ένας φοβερός πονόδοντος· ύστερα έδωσε δύναµη στον λαιµό, γύρισε µπρούµυτα όλο το κορµί, έχωσε το κεφάλι µες στο χιόνι, που στην αρχή έλιωνε από το έντονο ρουθούνισµα, κι ύστερα πάγωσε και... Περισσότερα
Η άσκηµη γέψη της εγκατάλειψης ξέκοβε απ’ τα κλώνια των χιονισµένων δέντρων κι ερχότανε, ερχότανε, του σκέπαζε τα χείλια µε το παλιό χιόνι, ανούσιο και κοροϊδευτικό µαζί κατασκεύασµα του αγνώστου. Η επαφή όµως αυτή έκανε τα µηνίγγια του να τρίξουν, τη γλώσσα του να ξεκολλήσει απαιτητική. Εδώ, εκεί, παντού, από παντού –από κει, από δω, από µέσα του, η δίψα– η δίψα. Γλίστρησε θολή από τα µάτια και πήγε να χορτάσει στο γλείψιµο, στο βύζαµα, στο δάγκωµα των χειλιών – σάµπως ένας φοβερός πονόδοντος· ύστερα έδωσε δύναµη στον λαιµό, γύρισε µπρούµυτα όλο το κορµί, έχωσε το κεφάλι µες στο χιόνι, που στην αρχή έλιωνε από το έντονο ρουθούνισµα, κι ύστερα πάγωσε και ρουθούνια και στόµα.
Ήτανε αδύνατο να υπολογίσει τον χρόνο, το ρολόγι του είχε σταµατήσει σε µιαν ώρα που περίπου θα ήτανε η χτεσινή.
«Τούτη η βαριά συναίσθηση ευθύνης, που δεν κληρονοµήθηκε, αλλά σου δίνεται από την ίδια την πραγµατικότητα, σε κρατά σε διαρκή εγρήγορση, δεν σ’ αφήνει στιγµή ησυχίας. Πρέπει να επιλύσεις µέσα σου τη διαφορά µεταξύ του καθαρού νοητικού αντικρίσµατος, από τη µια πλευρά, και του ψυχικού από την άλλη, ώστε φέρνοντας σ’ ισοζυγία τούτα τα δύο να κατορθώσεις να δεις σαν αυθύπαρκτο πνευµατικό γεγονός την περίπτωσή σου µέσα στον κόσµο, αλλά και σε συσχετισµό µε το περιβάλλον».
Τηλέµαχος Αλαβέρας Λιγότερα