Το 1974, τρεις οικογένειες με εισόδημα ίσο με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους ‒μία στην Αθήνα, η δεύτερη στο Δουβλίνο και η τρίτη στη Λισαβόνα‒ απέκτησαν από ένα παιδί. Τα τρία παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, μπήκαν στην αγορά και έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Σήμερα είναι μεσήλικες και καλά στην υγεία τους, ζουν πάντα στις πόλεις όπου γεννήθηκαν, με εισόδημα που συμπορεύεται με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους. Ωστόσο, αν και οι τρεις απολαμβάνουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από εκείνο των γονιών τους, τα μεταξύ τους επίπεδα ζωής διαφέρουν σημαντικά. Ο Ιρλανδός ζει 3, 4 φορές καλύτερα από τους γονείς του το ’74 και ο Πορτογάλος ζει 2, 3 φορές καλύτερα... Περισσότερα
Το 1974, τρεις οικογένειες με εισόδημα ίσο με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους ‒μία στην Αθήνα, η δεύτερη στο Δουβλίνο και η τρίτη στη Λισαβόνα‒ απέκτησαν από ένα παιδί. Τα τρία παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, μπήκαν στην αγορά και έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Σήμερα είναι μεσήλικες και καλά στην υγεία τους, ζουν πάντα στις πόλεις όπου γεννήθηκαν, με εισόδημα που συμπορεύεται με τον εθνικό μέσο όρο των χωρών τους. Ωστόσο, αν και οι τρεις απολαμβάνουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από εκείνο των γονιών τους, τα μεταξύ τους επίπεδα ζωής διαφέρουν σημαντικά. Ο Ιρλανδός ζει 3, 4 φορές καλύτερα από τους γονείς του το ’74 και ο Πορτογάλος ζει 2, 3 φορές καλύτερα από τους δικούς του γονείς. Το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα, όμως, είναι μόλις 1, 2 φορές υψηλότερο από εκείνο των γονιών του πριν από μισό αιώνα. Πού οφείλεται η μακροχρόνια υστέρηση της Ελλάδας σε σχέση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, επίσης χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας; Τι έκαναν εκείνες καλύτερα από εμάς; Και ποια χρήσιμα μαθήματα αντλούμε από την εμπειρία τους; Σε αυτά τα τρία ερωτήματα, το παρόν βιβλίο —που αποτελεί και την πρώτη συγκριτική μελέτη της Ελλάδας με άλλες χώρες στον μακρύ χρόνο της Μεταπολίτευσης— δίνει απαντήσεις. «Μπορεί η Ελλάδα να καλύψει το χαμένο έδαφος, πλησιάζοντας, επιτέλους, την Ευρώπη; Αυτό το βιβλίο απαντά στη δύσκολη ερώτηση με μία συγκρατημένα αισιόδοξη κατάφαση. Γι΄ αυτό και αξίζει να διαβαστεί, να εμπνεύσει όσους ήδη δίνουμε αυτό τον αγώνα και να κινητοποιήσει όσους δυσπιστούν».
Κυριάκος Μητσοτάκης, Πρωθυπουργός Λιγότερα