Την λένε Γκορντανά. Είναι ξανθιά. Ένα ξανθό σκληρό, αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, μαλλιά ατίθασα. Ανάμεσα στις μαύρες ρίζες των βαμμένων μαλλιών, η επιδερμίδα είναι λευκή, ξεπλυμένη, γυαλίζει και κάνει το βλέμμα να αποστρέφεται σαν να είχε αιφνιδιάσει την Γκορντανά, και άθελα του, και να της είχε αποσπάσει κάτι πολύ προσωπικό. Το στόμα της είναι κλειστό πάνω απ’ τα σφιγμένα δόντια. Φαίνεται ανυποχώρητη, το σώμα της από τη μέση κι επάνω άκαμπτο και επίμονο, ελαφρώς γυρτό, το μικρό της κεφάλι στην ίδια ευθεία. Μαντεύει κανείς δόντια γερά, συμπαγή, που καιροφυλακτούν πίσω από τα λεπτά και ρόδινα χείλη. Το χαμόγελο της Γκορντανά θα έσκαγε σαν... Περισσότερα
Την λένε Γκορντανά. Είναι ξανθιά. Ένα ξανθό σκληρό, αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, μαλλιά ατίθασα. Ανάμεσα στις μαύρες ρίζες των βαμμένων μαλλιών, η επιδερμίδα είναι λευκή, ξεπλυμένη, γυαλίζει και κάνει το βλέμμα να αποστρέφεται σαν να είχε αιφνιδιάσει την Γκορντανά, και άθελα του, και να της είχε αποσπάσει κάτι πολύ προσωπικό. Το στόμα της είναι κλειστό πάνω απ’ τα σφιγμένα δόντια. Φαίνεται ανυποχώρητη, το σώμα της από τη μέση κι επάνω άκαμπτο και επίμονο, ελαφρώς γυρτό, το μικρό της κεφάλι στην ίδια ευθεία. Μαντεύει κανείς δόντια γερά, συμπαγή, που καιροφυλακτούν πίσω από τα λεπτά και ρόδινα χείλη. Το χαμόγελο της Γκορντανά θα έσκαγε σαν πυροτέχνημα της 14ης Ιουλίου. Δεν την βλέπεις να χαμογελά. Το φαντάζεσαι. Μένεις στο περιθώριο αυτού που, αλλού, σε μιαν άλλη ζωή, θα μπορούσε να είναι το απελευθερωμένο χαμόγελο της Γκορντανά. Και το γέλιο της. Γέλιο βαθύ, σοβαρό, βραχνό, σχεδόν καταστροφικό. Ένα γέλιο ακροβατικό και άκρως σεξουαλικό. Ο λαιμός της Γκορντανά είναι μακρύς, γαλακτερός, γερός, σαρκώδης. Αυτός ο λαιμός που τον διέπουν ανώτερες δυνάμεις, την κρατά φυτεμένη στη ζωή σαν δέντρο στο χώμα. Τα φτενά πουλόβερ της Γκορντάνα, γιακάς στρογγυλός ή V, αφήνουν να φανεί ο λαιμός της, κυρίαρχο κομμάτι ενός σώματος που δεν του λείπουν τα προσόντα για να το πεις αρμονικό. Λιγότερα