Συνεχίζω να περπατάω πιο γρήγορα. Σε πολύ λίγη ώρα φτάνω σε μία καινούρια πόρτα. Δεν είναι καθόλου λογικό να υπάρχουν πόρτες που δεν οδηγούν σε τίποτα παρά μόνο σε νέους και πιο στενούς διαδρόμους. Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Ανοίγω και αυτή την πόρτα και πάλι δεν βρίσκω τίποτα. Τώρα η αγωνία μου γίνεται πολύ μεγαλύτερη. Τις φοβάμαι τις πόρτες. Ξέρω πως δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Αυτές οι πόρτες ανοίγουν μόνο από τη μία πλευρά. Η επόμενη πόρτα είναι στα τρία βήματα. Με πιάνει πανικός. Την ανοίγω και βλέπω αμέσως μπροστά μου μια ακόμα πόρτα. Φοβάμαι τόσο πολύ που ξυπνάω. Ο κύριος Ευτύχιος Καλλέργης είναι ένας γέρος παλαιοπώλης. Θα έλεγε κανείς πως... Περισσότερα
Συνεχίζω να περπατάω πιο γρήγορα. Σε πολύ λίγη ώρα φτάνω σε μία καινούρια πόρτα. Δεν είναι καθόλου λογικό να υπάρχουν πόρτες που δεν οδηγούν σε τίποτα παρά μόνο σε νέους και πιο στενούς διαδρόμους. Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Ανοίγω και αυτή την πόρτα και πάλι δεν βρίσκω τίποτα. Τώρα η αγωνία μου γίνεται πολύ μεγαλύτερη. Τις φοβάμαι τις πόρτες. Ξέρω πως δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Αυτές οι πόρτες ανοίγουν μόνο από τη μία πλευρά. Η επόμενη πόρτα είναι στα τρία βήματα. Με πιάνει πανικός. Την ανοίγω και βλέπω αμέσως μπροστά μου μια ακόμα πόρτα. Φοβάμαι τόσο πολύ που ξυπνάω. Ο κύριος Ευτύχιος Καλλέργης είναι ένας γέρος παλαιοπώλης. Θα έλεγε κανείς πως είναι ευτυχισμένος αν δεν είχε ένα μεγάλο παράπονο: δεν μπορεί να δει όνειρα. Ούτε καν εφιάλτες. Γι’ αυτό το λόγο θα αναζητήσει τους εφιάλτες μέσα από τα όνειρα των άλλων. Οι μόνοι όμως που θα του εμπιστευτούν τα όνειρά τους είναι τα παιδιά της γειτονιάς του μικρού παλαιοπωλείου. Αυτό θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του και, ποιος ξέρει, μπορεί να επηρεάσει ακόμα και τη δική σας. Λιγότερα