Ήξερε ο Νικολής πως ο καπετάνιος δεν είχε ιδέα από στεριανές μηχανές, από τροχοφόρα, μονάχα με άξονες και προπέλες έκανε τις δουλειές του πενηνταπέντε χρόνια τώρα, από τα δώδεκα του μέσα στο γριγρί, μες στο Ανάργυρος, μες στο Ιωάννης, ύστερα σ' έναν μπάτη εξάμετρο και τα τελευταία σαράντα στο Δεσποινιώ που απόμεινε η μόνη του παρηγοριά στη ζωή, μαζί ταξιδεύανε με όλους τους καιρούς, αβύθιστο σκαρί το Δεσποινιώ, όχι σαν τα τσόφλια τα καινούρια, όργωνε το Αιγαίο και το Ικαρία, οχτώ και δέκα ώρες δρόμο από το αγκυροβόλι του για να ρίξει τα παραγάδια, ο Πέτρος τρόμαζε και μόνο στη σκέψη, θωρούσε τον καπτάνιο ανάσκελα, τώρα ούτε φουρτούνες ούτε μπουνάτσες·...
Περισσότερα
Ήξερε ο Νικολής πως ο καπετάνιος δεν είχε ιδέα από στεριανές μηχανές, από τροχοφόρα, μονάχα με άξονες και προπέλες έκανε τις δουλειές του πενηνταπέντε χρόνια τώρα, από τα δώδεκα του μέσα στο γριγρί, μες στο Ανάργυρος, μες στο Ιωάννης, ύστερα σ' έναν μπάτη εξάμετρο και τα τελευταία σαράντα στο Δεσποινιώ που απόμεινε η μόνη του παρηγοριά στη ζωή, μαζί ταξιδεύανε με όλους τους καιρούς, αβύθιστο σκαρί το Δεσποινιώ, όχι σαν τα τσόφλια τα καινούρια, όργωνε το Αιγαίο και το Ικαρία, οχτώ και δέκα ώρες δρόμο από το αγκυροβόλι του για να ρίξει τα παραγάδια, ο Πέτρος τρόμαζε και μόνο στη σκέψη, θωρούσε τον καπτάνιο ανάσκελα, τώρα ούτε φουρτούνες ούτε μπουνάτσες· άμα δώκει καμιά μέρα εννιά μποφόρια και το 'κούσεις, κατέβα στο μόλο να σε πάω μια βότα· πώς θα βγούμε με το απαγορευτικό καπετάνιε, δε θα μας οταματήσουνε αυτοί; Δίπλα σου είναι η Καταδίωξη. Δεν είμαστε βαπόρι εμείς, δεν έχομε ναυτολόγιο, δεν μπορεί να μας πει τίποτα, με την άδεια μόνο πάμε κι ερκούμαοτε όποτε θέμε, δεν έχει απαγορευτικά για τις ψαράδες, δε θα χάσει κι η Βενετία βελόνι, βλέπεις, άμα πνιγείς, είχε τα μάτια του γουρλωμένα ο Πέτρος, τον έβλεπε μες στην κάσα και δεν το πίστευε, τέτοιος άνθρωπος, σκυλί, και να 'ναι τώρα εκεί μπροστά σαν αδειανό τσουβάλι- ούτε νιτσεράδα ούτε τίποτι δε θα 'χομε, μέσα στη γέφυρα θα κάτσαμε, θα βάλομε το ραντάρ να βλέπει και θα περνά το κύμα από πάνω μας και θα φεύγει, εμείς θα πηγαίναμε με οχτώ μίλια δρόμο, έτσι, να, μια βότα όξω από το λιμάνι θα σε πάω και θα σε φέρω πάλι μέσα, έσιαξε έναν κύκλο με το δάχτυλο κατά το πέλαγος για να μου δείξει πως δεν αστειεύεται. Ο καπτα-Σίμος λίγο πριν φύγει από τη ζωή βιώνει την οικονομική κρίση. Οι σύντροφοί του, μάρτυρες του βίου και των λόγων του, τον συνοδεύουν την ύστατη ώρα και οργανώνουν την τελευταία πράξη του δράματος, εν μέσω των ταραχών που συνοδεύουν την υπαγωγή της χώρας σε διεθνή επιτήρηση.
Λιγότερα