Στο καινούργιο, δέκατο τρίτο βιβλίο του ο Σωτήρης Σαμπάνης επιλέγει τη μορφή της ποιητικής πρόζας, για να αποτυπώσει το οδυνηρό βίωμα της Απώλειας. Τα πεζόμορφα ποιήματα, κατανεμημένα σε εννέα ενότητες, σε ύφος άλλοτε εξομολογητικό και άλλοτε υπαινικτικό, γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν εκεί που ο πόνος παγώνει τα πάντα και το ένστικτο γεννά ένα περίβλημα άμυνας, για να συγκρατήσει σάρκα και οστά. Αφήνοντας μια δίοδο φωτός —σαν το κεφάλι της καρφίτσας—, να πηγαινοέρχεται στο μετόχι της συνείδησης. Αναπόφευκτα τα πάντα βιώνονται από την αρχή, με την ζέση όλων των αισθήσεων. Μόνο που τώρα η πραγματικότητα είναι τοποθετημένη στο βάθρο της κρυστάλλινης... Περισσότερα
Στο καινούργιο, δέκατο τρίτο βιβλίο του ο Σωτήρης Σαμπάνης επιλέγει τη μορφή της ποιητικής πρόζας, για να αποτυπώσει το οδυνηρό βίωμα της Απώλειας. Τα πεζόμορφα ποιήματα, κατανεμημένα σε εννέα ενότητες, σε ύφος άλλοτε εξομολογητικό και άλλοτε υπαινικτικό, γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν εκεί που ο πόνος παγώνει τα πάντα και το ένστικτο γεννά ένα περίβλημα άμυνας, για να συγκρατήσει σάρκα και οστά. Αφήνοντας μια δίοδο φωτός —σαν το κεφάλι της καρφίτσας—, να πηγαινοέρχεται στο μετόχι της συνείδησης. Αναπόφευκτα τα πάντα βιώνονται από την αρχή, με την ζέση όλων των αισθήσεων. Μόνο που τώρα η πραγματικότητα είναι τοποθετημένη στο βάθρο της κρυστάλλινης απουσίας. Ατελείωτη περιδίνηση σκέψεων, εικόνων και ενθυμήσεων, άλλες ακέραιες, άλλες κομματιασμένες σε ψηφίδες, αιωρούνται σαν ουρά χαρταετού. Μεταβάλλονται σε ατελεύτητο, ακατάβλητο ψίθυρο πόνου ή ανακούφισης. Ζεσταίνουν τη μνήμη. Πυροδοτούν τη συνέχεια της αγάπης. Η Απώλεια αναπνέει και πάλι, κουβεντιάζει, περπατά. Μάχεται να μην αναληφθεί. Μεταγγίζει την αγάπη της χωρίς να σβήνει. Σ’ αυτό το αλλόκοτο «κονάκι» μιας ακαθόριστης διάστασης, η μνήμη αναζητά, επωάζει και ανασυνθέτει, μέσα από την άχρονη επανάληψή της και τον παιδεμό της, την αιωνιότητά της. Την αιωνιότητα δύο ψυχών. Του Ενός και της Απώλειας.
* * *
ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναμασώ τον χρόνο. Τον τινάζω πέρα μακριά, τραβάω απ᾿ τα χέρια του το τελεσίδικο για να μη φράξει η ανάσα μου. Γνωρίζω ότι για χρόνια λούφαζε μέσα στον πανικό της σκέψης μου. Αναδυόταν στιγμιαία κι έσπρωχνα κρυφά την ευλογημένη, διαρκή ομορφιά των στιγμών να τον αποκεφαλίσει, το ίδιο κρυφά. Έτσι πάλεψα και παλεύω να νικήσω τον χρόνο των δυο μας. Τώρα η μοναξιά παράγει μεν αξιοπρέπεια, αλλά εκβράζει πανικό, ενσταλάζει πόνο ο λυγμός της. Με ξαρματώνει. Ύστερα με παρατάει γυμνό. Η πραγματικότητα δεν αποτελεί κάτι το αποσαφηνισμένο στον νου μου. Δεν μπορώ να την περιγράψω, να τη μεταδώσω με λέξεις, αυτούσια, χωρίς νοηματικές ατασθαλίες, ατοπήματα και παραφράσεις. Η εικόνα παράγει την πραγματικότητα. Και η εικόνα αδέκαστη δείχνει πως είμαι γυμνός, στην ολόστεγνη μοναξιά αφημένος, ανοχύρωτος· παλεύοντας με το παρελθόν να κρατήσω ανοιχτή την πόρτα του. Λιγότερα