Στόχος μου δεν ήταν να πλάσω χωριστούς, ρεαλιστικούς χαρακτήρες, αλλά να σπάσω τη δική μου φωνή σε πολλά χρώματα και να πω την ιστορία κάθε φορά από άλλη γωνία της σκηνής. Και όσο τα πρόσωπά μου αυτονομούνταν, θέλησα να σβήσω τα ίχνη της μεροληψίας μου από πάνω τους και να μη φαίνεται ποιον απ’ όλους συμπαθώ ή σε ποιον δίνω δίκιο. Και ήμουν σαν ηθοποιός αντιμέτωπος μ’ έναν φαινομενικά αταίριαστο ρόλο που ξάφνου τού ρίχνει μια δέσμη φωτός πάνω σε θεοσκότεινες γωνιές του εαυτού του.
Στο πρόσωπο της γυναίκας-πουλί θέλησα να εξερευνήσω το μη ανθρώπινο που έχει ξεμείνει μέσα μας. Που ίσως είναι και το μόνο γνήσιο ψήγμα ελευθερίας που διαθέτουμε. Η μόνη... Περισσότερα
Στόχος μου δεν ήταν να πλάσω χωριστούς, ρεαλιστικούς χαρακτήρες, αλλά να σπάσω τη δική μου φωνή σε πολλά χρώματα και να πω την ιστορία κάθε φορά από άλλη γωνία της σκηνής. Και όσο τα πρόσωπά μου αυτονομούνταν, θέλησα να σβήσω τα ίχνη της μεροληψίας μου από πάνω τους και να μη φαίνεται ποιον απ’ όλους συμπαθώ ή σε ποιον δίνω δίκιο. Και ήμουν σαν ηθοποιός αντιμέτωπος μ’ έναν φαινομενικά αταίριαστο ρόλο που ξάφνου τού ρίχνει μια δέσμη φωτός πάνω σε θεοσκότεινες γωνιές του εαυτού του.
Στο πρόσωπο της γυναίκας-πουλί θέλησα να εξερευνήσω το μη ανθρώπινο που έχει ξεμείνει μέσα μας. Που ίσως είναι και το μόνο γνήσιο ψήγμα ελευθερίας που διαθέτουμε. Η μόνη περιοχή μας που δεν νοιάζεται για δικαίωση, εξιλέωση, υπεροχή και εξουσία.
Λ.Ζ.
***
24
Λύσεις για ξένα αινίγματα. Στίχοι της Κυράς.
Άλλες πριν από μένα, τρέχοντας έτσι να ξεφύγουν,
είχαν πετάξει μακριά τον νου και την καρδιά
και ό,τι άλλο παραγέμιζε το σώμα τους,
είχανε γίνει κούφιες καλαμιές,
αυλοί που φλυαρούσαν ακατάπαυστα στα χέρια των ανδρών.
Είχανε γίνει δάφνες, στεφάνι δόξας για το μέτωπό τους
ή βάλτοι ξαπλωτοί,
αόριστες εκτάσεις για να μπήγουν οι άντρες το κουπί τους.
Θολά νερά που ούτε καθρέφτιζαν ούτε ποτέ τους μαρτυρούσαν
αν το κουπί ήτανε πόνος ή ηδονή.
Είχανε γίνει κρεμαστοί καρποί,
ρώγες λιπόθυμες στον μύλο των δοντιών τους.
Γλώσσες που οι άντρες αμέλησαν να μάθουν
κι αφού δε βγάζαν νόημα,
από αβροφροσύνη τις είπαν μουσική.
Άναρθρες άρπες,
άδοντα σπήλαια.
Είχανε γίνει
αερικά που άρχισαν να χορεύουν πάλι ξέφρενα
μόλις τα φρόνιμα, παρθενικά τους πόδια
τεντώθηκαν οριστικά
με τις λευκές τους κάλτσες μες στην κάσα.
Φωνές που ξανακέρδισαν το ηχόχρωμα του λύκου
μόλις το αρνίσιο σώμα τους εξέπνευσε.
Μα αυτές δεν ήταν λύσεις για το δικό μου αίνιγμα. Λιγότερα