«Μπροστά είναι η αδερφή σου, θεια-Νάστα, την βλέπω…» δείχνει με το δάχτυλο το κορίτσι που κρατάω στην ποδιά μου. «Πού, είσαι βέβαιη πως είναι αυτή;» Σηκώνω τα μάτια κατά πάνω στο ψήλωμα… στέκει η Λαρίσα… Όχι, δεν μοιάζει να είναι αυτή η αδερφή μου, πάει η καρδιά μου… Ο ήλιος βαστάει λίγο φως, πάνω στο μαρτυρικό πρόσωπό της… προχωράει σαν Χριστός, σταυρώνοντας τα μπράτσα, πιασμένη απ’ τα ανύπαρκτα σχοινιά του αέρα, βαδίζει με πρωτόγονα σκέλη… Θέ μου, στρέξε να φτάσω σ’ αυτήν την κορφή, η αδερφή μου δεν έχει ζωή… Δεν την θέλω την ζωή μου χωρίς την αγάπη της!
Θαρρώ πως έγιαινα με κείνο το φιλί της, καθώς τουρτούριζα από τους πυρετούς κάτω από το πάπλωμα κι... Περισσότερα
«Μπροστά είναι η αδερφή σου, θεια-Νάστα, την βλέπω…» δείχνει με το δάχτυλο το κορίτσι που κρατάω στην ποδιά μου. «Πού, είσαι βέβαιη πως είναι αυτή;» Σηκώνω τα μάτια κατά πάνω στο ψήλωμα… στέκει η Λαρίσα… Όχι, δεν μοιάζει να είναι αυτή η αδερφή μου, πάει η καρδιά μου… Ο ήλιος βαστάει λίγο φως, πάνω στο μαρτυρικό πρόσωπό της… προχωράει σαν Χριστός, σταυρώνοντας τα μπράτσα, πιασμένη απ’ τα ανύπαρκτα σχοινιά του αέρα, βαδίζει με πρωτόγονα σκέλη… Θέ μου, στρέξε να φτάσω σ’ αυτήν την κορφή, η αδερφή μου δεν έχει ζωή… Δεν την θέλω την ζωή μου χωρίς την αγάπη της!
Θαρρώ πως έγιαινα με κείνο το φιλί της, καθώς τουρτούριζα από τους πυρετούς κάτω από το πάπλωμα κι έλεγα μέσα μου… «Να, σώπα θα ζήσεις και θα σταθείς στα πόδια σου και τούτη τη φορά, αφού ήρθε η μάνα στο κλινάρι και σου πήρε το κακό. Μην αποκάμεις!» Την άλλη μέρα, ξεθερμασμένη, μπουσούλαγα να παίρνω σιγά-σιγά μπροστά, κι έλεγα, μήπως και σ’ αυτήν συμβαίνει, τους πόνους της και τα γεράματά της να γιατρεύει, αν ζει, με το δικό μου το φιλί… Αχ, όπως έστρωσες κοιμάσαι δόλια μου μάνα, έλεγα με το νου μου κι έκλεινα τα μάτια στα ένοχα φεγγάρια που με ξαγρυπνούσαν τις βαριές ημέρες… Τώρα πια εσύ είσαι το ανεκπλήρωτο τάμα κι εγώ ελεύθερη πολιορκημένη, σκεπάζω στο σημείο αυτό την ουλή του χρέους, γιατί δεν μπορώ να φτάσω σε σένα, μας χωρίζουν μποδισμένα χιλιόμετρα και δεν θέλω να μείνω στη μέση του δρόμου παράλυτη.
******
Το ιστορικό μυθιστόρημα Φιγούρες εξελίσσεται μέσα στη φωτιά της Γερμανικής Κατοχής του ’40, του Εμφυλίου Πολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου στα πολύπαθα χωριά της Ηπείρου.
Τραγικές μορφές συνθέτουν το σκηνικό του Ψυχρού Πολέμου, γύρω από το προσωπικό δράμα δύο ηρωίδων, της γερόντισσας Νάστας Δούλη και της έφηβης Τίτσας Μπέλλου, που οι δρόμοι τους στη ζωή συναντιούνται συνεχώς, φέρνοντας η καθεμία το βαρύ της στίγμα και ενώνοντας τις δυνάμεις της ψυχής τους [...] Μιας ψυχής ελληνικής, που είναι η φωνή των πατρίδων, μιας ανάγκης παγκόσμιας, πανανθρώπινης, συνώνυμης της σκληρά κατακτημένης προσωπικής ανεξαρτησίας και των ελεύθερων επιλογών στα διλήμματα της ζωής. Λιγότερα