Γένεσις
Εξ αρχής το φως.
Ώρα πρώτη.
Κόκκινα χείλη πλασμένα.
Δυο πελώρια μάτια.
Πανωραία απλώνεται, ξεβγαίνει από τους αφρούς της θάλασσας.
Και στο κάτοπτρο του ουρανού,
Αξάφνου Εσύ.
Γυνή απόκρημνη.
Γυμνή με αλαβάστρινο κάλλος.
Ναι εγώ η εκλεχτή,
ΗΕύα της Ηδονής.
Πλάστηκα εκ χειρός ποιητού Πλάστη.
Χρυσωμένη.
Μυρόβλητη.
Το στήθος μου στάζει μέλι.
Στα ηδονικά μαύρα μαλλιά μου, έπεσαν αχτίδες του Ήλιου.
Του Ήλιου του Πρώτου.
Πολυάχτιδη Μούσα.
Ακούω το κάλεσμα…
Ηχώ Έρωτος.
Με τυλίγει εδώ…
Και μια φωτιά με φυσά στο απρόσμενο…
Ο Χρόνος
Κι οι ώρες περνούν αδυσώπητα.
Δείκτης εσύ.
Κι εγώ η Πανωραία Ώρα.
Δευτέρα, Πέμπτη, Σάββατο.
Δεκέμβρης, Απρίλης και Μάης.
Η... Περισσότερα
Γένεσις
Εξ αρχής το φως.
Ώρα πρώτη.
Κόκκινα χείλη πλασμένα.
Δυο πελώρια μάτια.
Πανωραία απλώνεται, ξεβγαίνει από τους αφρούς της θάλασσας.
Και στο κάτοπτρο του ουρανού,
Αξάφνου Εσύ.
Γυνή απόκρημνη.
Γυμνή με αλαβάστρινο κάλλος.
Ναι εγώ η εκλεχτή,
ΗΕύα της Ηδονής.
Πλάστηκα εκ χειρός ποιητού Πλάστη.
Χρυσωμένη.
Μυρόβλητη.
Το στήθος μου στάζει μέλι.
Στα ηδονικά μαύρα μαλλιά μου, έπεσαν αχτίδες του Ήλιου.
Του Ήλιου του Πρώτου.
Πολυάχτιδη Μούσα.
Ακούω το κάλεσμα…
Ηχώ Έρωτος.
Με τυλίγει εδώ…
Και μια φωτιά με φυσά στο απρόσμενο…
Ο Χρόνος
Κι οι ώρες περνούν αδυσώπητα.
Δείκτης εσύ.
Κι εγώ η Πανωραία Ώρα.
Δευτέρα, Πέμπτη, Σάββατο.
Δεκέμβρης, Απρίλης και Μάης.
Η αθωότητά μου στον κόρφο σου στενάζει ωδές.
Κι ένας άγνωστος φώσφορος πλέκει εγκώμια.
«Για να μπορείς να με νιώθεις» είπε…
Στο κορμί σου φλέβες αργύρου και αίματος,
Και πάναγνα απολιθωμένα κατάλοιπα έρωτα.
Και τα χείλη μου ρόδισαν.
Κι η καρδιά μου τίναξε χρώματα.
Κι ένας καημός έλιωσε μέσα μου.
Με ασήμωνε πάλι, ο Πλάστης μου…
Μυρίζει αίμα.
Στην άκρη του κόσμου μας,
Διαβαίνουνε μυστικά χιλιάδες αστέρια.
Και πολύ πιο βαθιά, έρχεσαι εντός μου.
Αίμα μου δίνεις παράφορα.
Με σαρκώνεις, Ουρανέ μου.
Εγώ, η Εύα της Οδύνης.
Η Νοσταλγία της Σελήνης μας σκεπάζει.
Το σώμα σου μια άγκυρα κατεβασμένη, ριγμένη στη θάλασσά μου…
Και τους ήχους δεν τους ακούει κανείς.
Κι εσύ μου δίνεις τον Άγιο Κρίνο.
Μυρίζει Αλήθεια.
Μυρίζει Αγάπη.
Και εγώ ρίχνω τον χλώρο, στην φωτιά.
Ώρα τρεις το απόβραδο.
Λαλεί ο πετεινός την οδύνη του Έρωτα.
Ο Πρώτος Πετεινός.
Και μιαν όψη αγγέλων αεί εις πλευρά δεξιά.
ΑΥΤΟΣ
Ο κόσμος μας, ο ελάχιστος, ο άπειρος!
Λιγότερα