Με το βιβλίο της αυτό η ιστορικός Μαριάννα Κορομηλά κινείται έξω από τα κλασικά ολυμπιακά χαρακώματα. Προσπαθώντας να αποκαταστήσει ένα μέρος του χαμένου χρόνου και του λησμονημένου χώρου, από την εποχή των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως τον καιρό του Ιουστινιανού, ταξιδεύει από τα βάθη της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής μέχρι τις ακτές του Αιγαίου και του Ιονίου, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής, την ενδοχώρα της Βαλκανικής και τα ενδότερα της Δυτικής Ευρώπης. Επισκέπτεται ελληνιστικά γυμνάσια και στάδια, ελληνορωμαϊκές παλαίστρες και θέατρα, ρωμαϊκά αμφιθέατρα και λουτρά, πρωτοβυζαντινά ιπποδρόμια. Παρακολουθεί την εξάσκηση των...
Περισσότερα
Με το βιβλίο της αυτό η ιστορικός Μαριάννα Κορομηλά κινείται έξω από τα κλασικά ολυμπιακά χαρακώματα. Προσπαθώντας να αποκαταστήσει ένα μέρος του χαμένου χρόνου και του λησμονημένου χώρου, από την εποχή των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως τον καιρό του Ιουστινιανού, ταξιδεύει από τα βάθη της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής μέχρι τις ακτές του Αιγαίου και του Ιονίου, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής, την ενδοχώρα της Βαλκανικής και τα ενδότερα της Δυτικής Ευρώπης. Επισκέπτεται ελληνιστικά γυμνάσια και στάδια, ελληνορωμαϊκές παλαίστρες και θέατρα, ρωμαϊκά αμφιθέατρα και λουτρά, πρωτοβυζαντινά ιπποδρόμια. Παρακολουθεί την εξάσκηση των μονομάχων στην Πέργαμο, τον καιρό του Γαληνού, τις θηριομαχίες στο Κολοσσαίο της Ρώμης και στο Παναθηναϊκό Στάδιο, τις ναυμαχίες στον Πειραιά και στη λίμνη της Γαλιλαίας, τα Πύθια στη Φιλιππούπολη, τις μονομαχίες στο Κούριον της Κύπρου, τα Αλεξάνδρεια στη Βέροια, το πένταθλο και τις λαμπαδηδρομίες στα ορεινά της Τυνησίας, τον καιρό της μονοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη βυζαντινή Αντιόχεια. Εισδύει στα αποδυτήρια και τους στάβλους -αλλά και στα υπόγεια, όπου διέμεναν τα θηρία, πριν ανέβουν με ανελκυστήρες στον στίβο- και αντιπαραθέτει το πλούσιο υλικό της ιστορίας στα ιστορικοφανή μυθεύματα που έχουν επικρατήσει. Ασχολείται με τα θέματα της ιδεολογίας, γιατί η ιδεολογία συνδέεται άμεσα με τον κόσμο των αθλημάτων, και θέτει μερικά καίρια ερωτήματα γύρω από κρίσιμα ζητήματα της ιστορίας. Η περιπλάνηση στα στάδια, έφερε στο προσκήνιο κι άλλα θέματα, από αυτά που δεν έχουν συζητηθεί μέχρι σήμερα. Ένα τέτοιο θέμα είναι η αντιμετώπιση του δημόσιου γυμνού από τις διαφορετικές κοινωνίες, που συγκροτούσαν την πολυεθνική οντότητα τόσο των ελληνιστικών βασιλείων όσο και της ρωμαϊκής οικουμένης. Κύριος άξονας της αφήγησης, πάντως, είναι η πολιτική εκμετάλλευση των πολυέξοδων αθλητικών εκδηλώσεων και μεγαλοπρεπών θεαμάτων, που οργανώνονταν για να δοξάσουν τον μονάρχη, δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία στα πλήθη να ψυχαγωγηθούν, να διασκεδάσουν και να εκτονωθούν. Τα πατριωτικά αισθήματα των διαφόρων και τόσο διαφορετικών λαών, οι οποίοι ανήκαν στο ίδιο κράτος, σφυρηλατούνταν στις αρένες, και οι δεσμοί με την εξουσία αναβαπτίζονταν στα γήπεδα. Νικητής ήταν πάντα ο ηγεμόνας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο χάραξαν την ανεκτική πολιτική τους και οι πρώτοι Χριστιανοί αυτοκράτορες, ακόμα και ο ζηλωτής Θεοδόσιος, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τη χρησιμότητα των αγώνων. Καμια εξουσία δεν βγάζει μόνη της τα μάτια της. Γι' αυτό και ο Μέγας Θεοδόσιος δεν εξέδωσε ποτέ κανέναν νόμο που να απαγορεύει τους αγώνες (όπως διατείνεται η επίσημη ελληνική ιστοριογραφία). Εξάλλου, πάμπολλα στάδια συνέχισαν να λειτουργούν έως τον 5ο ή ακόμα και τον 7ο αιώνα, ενώ στην ίδια την Κωνσταντινούπολη οι αρματοδρομίες, το ευγενέστερο ελληνικό άθλημα από την εποχή του Ομήρου, συνεχίστηκαν μέχρι την Άλωση του 1204. Και η κραυγή "εσύ νικάς Αύγουστε" εξακολούθησε να συνοδεύει τις εμφανίσεις του αυτοκράτορα στον Ιππόδρομο μέχρι την βασιλεία των τελευταίων Κομνηνών. Ίσως, λοιπόν, το επιμύθιο να είναι η ανάγκη να απαλλαγούμε από τα μυθεύματα που μας κατατρέχουν. Μήπως δηλαδή έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και ήρθε η ώρα να πάψουμε να σκιαμαχούμε με τα φαντάσματα του ελλαδισμού και του ρομαντικού κινήματος του 19ου αιώνα. Γιατί κάποτε θα πρέπει να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας με τη ροή και την εξέλιξη της ιστορίας. Τη σχέση μας με την έκταση του χώρου και του χρόνου που είχε το εύρος του ελληνικού πολιτισμού. Κι αν ο εθνικός μύθος εξακολουθεί να είναι απαραίτητος, η φόρτιση του τόπου τον οποίο κατοικούμε είναι υπεραρκετή, για τη διατήρηση της μνήμης. Όλα τα άλλα ανήκουν μάλλον στον χώρο της γελοιογραφίας.
Λιγότερα