«…Αποχαιρετήσαμε το τμήμα Εξαρχείων με άγρια χαρά. Οι δύο Γερμανίδες είχαν τόσο πολύ ξενερώσει που έφυγαν. Δεν θα κλείσει έτσι άδοξα η βραδιά, με διανυκτέρευση σε αστυνομικό τμήμα. Ταπείνωση.
Είχε ξημερώσει πια. Επιστρέψαμε στη βάση μας, στο FLOWER της πλατείας Μαβίλη για ένα τελευταίο ποτό. Αυτό… Το τελευταίο.
Στα τραπέζια της πλατείας είχαν μείνει οι αμετανόητοι, αυθεντικοί πιωματαίοι και τα υπόλοιπα σκυλιά της νύχτας. Τα παιδιά που δεν θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Θέλουν να επιμηκύνουν τη διάρκειά της. Να μην μπει τέλος στο γλέντι. Έστω και εκβιαστικά, κόντρα στις επιταγές της μέρας που ανατέλλει απειλητικά, για να σβήσει όλα τα καμώματα της... Περισσότερα
«…Αποχαιρετήσαμε το τμήμα Εξαρχείων με άγρια χαρά. Οι δύο Γερμανίδες είχαν τόσο πολύ ξενερώσει που έφυγαν. Δεν θα κλείσει έτσι άδοξα η βραδιά, με διανυκτέρευση σε αστυνομικό τμήμα. Ταπείνωση.
Είχε ξημερώσει πια. Επιστρέψαμε στη βάση μας, στο FLOWER της πλατείας Μαβίλη για ένα τελευταίο ποτό. Αυτό… Το τελευταίο.
Στα τραπέζια της πλατείας είχαν μείνει οι αμετανόητοι, αυθεντικοί πιωματαίοι και τα υπόλοιπα σκυλιά της νύχτας. Τα παιδιά που δεν θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Θέλουν να επιμηκύνουν τη διάρκειά της. Να μην μπει τέλος στο γλέντι. Έστω και εκβιαστικά, κόντρα στις επιταγές της μέρας που ανατέλλει απειλητικά, για να σβήσει όλα τα καμώματα της νύχτας, για να επαναφέρει τον νόμο και την τάξη και για να σκοτώσει τα όνειρα και τις επιθυμίες.
Ο ήλιος αχνοφαίνεται και είναι σαν να διαλαλεί: «Μαζευτείτε. Εγώ κάνω κουμάντο τώρα».
Βγάλαμε τα γυαλιά ηλίου, απαραίτητο αξεσουάρ στη νυχτερινή έξοδο. Αν μη τι άλλο, ήμασταν προνοητικοί.
Συνεχίζουμε να πίνουμε, αμυνόμενοι με τα μαύρα γυαλιά, κόντρα στην προκλητική επιθετικότητα του ήλιου. Μεροκαματιάρηδες συνωστίζονται στην στάση περιμένοντας το λεωφορείο για να πάνε στη δουλειά. Όχι. Εμείς, δεν θα γίνουμε σαν κι αυτούς…».
Λιγότερα