«[…] Κοιμόταν γυμνή, το στρώμα της λαμπεροί, κίτρινοι πολυέλαιοι. Μέσα στην απόλυτη σκοτεινιά της κάμαράς της, φωτιζόταν μόνο το σώμα της. Έξω λυσσομανούσε η μάχη. Δεν κουβαλούσε υπάρχοντα ή περιουσία, παρά μόνο την ψυχή της. Στην πραγματικότητα, είχα σιχαθεί τον πόλεμο από την πρώτη μέρα που κατατάχθηκα στις σειρές του, γι’ αυτό κι εξ αρχής φοβήθηκα με την αθωότητά της. Μας περίζωνε ένας αλαλάζων χρόνος, βρισκόμασταν διαρκώς ενάντια σ’ ό,τι είχαμε […]»
Ένα μεγάλο μέρος της νουβέλας «CRY THE BELOVED PEOPLE», διαδραματίζεται στον πόλεμο. Ο πόλεμος θ’ αλλάξει ριζικά τη ζωή τού ήρωα και θ’ αποτελέσει τον βαθύτερο λόγο που, μετά την επιστροφή του στη χώρα του, θα... Περισσότερα
«[…] Κοιμόταν γυμνή, το στρώμα της λαμπεροί, κίτρινοι πολυέλαιοι. Μέσα στην απόλυτη σκοτεινιά της κάμαράς της, φωτιζόταν μόνο το σώμα της. Έξω λυσσομανούσε η μάχη. Δεν κουβαλούσε υπάρχοντα ή περιουσία, παρά μόνο την ψυχή της. Στην πραγματικότητα, είχα σιχαθεί τον πόλεμο από την πρώτη μέρα που κατατάχθηκα στις σειρές του, γι’ αυτό κι εξ αρχής φοβήθηκα με την αθωότητά της. Μας περίζωνε ένας αλαλάζων χρόνος, βρισκόμασταν διαρκώς ενάντια σ’ ό,τι είχαμε […]»
Ένα μεγάλο μέρος της νουβέλας «CRY THE BELOVED PEOPLE», διαδραματίζεται στον πόλεμο. Ο πόλεμος θ’ αλλάξει ριζικά τη ζωή τού ήρωα και θ’ αποτελέσει τον βαθύτερο λόγο που, μετά την επιστροφή του στη χώρα του, θα θελήσει να διοριστεί στην «Επαρχία του Πάγου». «Μου ζήτησε να της περιγράψω τα σχολεία στην Επαρχία του Πάγου. Δεν είχα, όμως, ποτέ δει σχολεία παραδομένα διά παντός στη χιονοθύελλα και ούτε μπορούσα να φανταστώ καν τα παιδιά».
«[…] Όταν μου ζήτησαν να μοιρολογήσω τη λιμνοθάλασσα, μ’ έπιασε χτυποκάρδι. Ήξερα τα ηλιοβασιλέματά της, όλες τις ανατολές της. Αν έκλεινα τα μάτια μου, θα μπορούσα να σου περιγράψω κάθε ώρα της μέρας τα χρώματά της. Όμως τώρα, πώς θα τραγουδούσα το τέλος της; Φαντάστηκα ότι η λιμνοθάλασσα ήταν γυναίκα, πανέμορφη στο φούντωμα της νιότης της, καθόταν μέσα σε λιβάδια από μαργαρίτες, τα χέρια της δεμένα γύρω από τα λυγισμένα γόνατα, πίσω της ανάγλυφες οι ψυχές τη νανούριζαν. Την εικόνα της ακολούθησαν οι στίχοι μου […]»
Στο «Λάφυρο της φαντασίας», η ηρωίδα θ’ αποχωριστεί τα μοιρολόγια της, μια ντάνα όλα τα τετράδιά της θα τα δώσει στον εραστή της. Μαζί με τους στίχους της, όμως, θα χάσει και την έμπνευσή της. Η αναζήτησή τους θα μετατραπεί σ’ ένα ταξίδι στον κόσμο της μοντέρνας τέχνης και των χρηματιστηρίων της και περισσότερο ακόμη σε μια περιπλάνηση στην ίδια τη φαντασία… Λιγότερα