«Το έργο τέχνης ως εμπόρευμα» - ένας τέτοιος τίτλος θα φαινόταν να προσδιορίζει μια προσέγγιση στην τέχνη ιδιαίτερα προσήκουσα σε θεωρίες εντός της μαρξιστικής παράδοσης όπως αυτή νοείται ευρύτερα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, μόνο από την αρχή της δεκαετίας του 1930 άρχισαν να εμφανίζονται σ' αυτή την παράδοση αναλύσεις της τέχνης ως εμπορεύματος. Πρωτίστως ο Μπρεχτ και ο Αντόρνο ήταν αυτοί που προσπάθησαν να δείξουν ότι η μορφή του εμπορεύματος δεν επιδρά απλώς στους δυνητικούς αποδέκτες του και δεν επηρεάζει μόνο το περιεχόμενό του, αλλά συνάμα καθορίζει και τη μοίρα της τέχνης υπό τον καπιταλισμό. Κατ' αυτούς τους συγγραφείς, το σημαντικό ήταν... Περισσότερα
«Το έργο τέχνης ως εμπόρευμα» - ένας τέτοιος τίτλος θα φαινόταν να προσδιορίζει μια προσέγγιση στην τέχνη ιδιαίτερα προσήκουσα σε θεωρίες εντός της μαρξιστικής παράδοσης όπως αυτή νοείται ευρύτερα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, μόνο από την αρχή της δεκαετίας του 1930 άρχισαν να εμφανίζονται σ' αυτή την παράδοση αναλύσεις της τέχνης ως εμπορεύματος. Πρωτίστως ο Μπρεχτ και ο Αντόρνο ήταν αυτοί που προσπάθησαν να δείξουν ότι η μορφή του εμπορεύματος δεν επιδρά απλώς στους δυνητικούς αποδέκτες του και δεν επηρεάζει μόνο το περιεχόμενό του, αλλά συνάμα καθορίζει και τη μοίρα της τέχνης υπό τον καπιταλισμό. Κατ' αυτούς τους συγγραφείς, το σημαντικό ήταν οι συνθήκες του μοντέρνου καπιταλισμού όπου τα έργα τέχνης εμφανίζονταν ως αγοραία αγαθά ειδικού τύπου.Ωστόσο οι απόψεις του ίδιου του Μαρξ σχετικά με την τέχνη, βρίσκονταν βαθιά σφηνωμένες στην ουμανιστική αισθητική του γερμανικού Ιδεαλισμού. Ο Μαρξ θεωρούσε ότι η προϊούσα εμπορευματοποίηση όλων των προϊόντων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αποτελούσε μία πλευρά της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία την έκανε «εχθρική προς την τέχνη και την ποίηση» εν γένει. Η εμπορευματική μορφή της καθαυτό αισθητικής παραγωγικότητας, εντούτοις, φαίνεται να είναι ένας εξωτερικά επιβεβλημένος ενοχλητικός και περιοριστικός όρος που παραμένει κατ' ανάγκην ξένος προς τη λογική και τα πρότυπα των ίδιων των προϊόντων. Αυτός ο όρος υπονοείται ήδη στην κεντρική έννοια του «κοινωνικά αναγκαίου εργασιακού χρόνου». Κατά τη μαρξική ανάλυση του εμπορεύματος, ο «κοινωνικά αναγκαίος εργασιακός χρόνος» καθορίζει την αντικειμενική αξία ενός εμπορεύματος. Λιγότερα