ΒΙΟΛΕΤΑ Ή ΜΕΝΕΞΕΣ
Εκείνο το πρωινό ένιωσε κουρασμένη·
ένιωσε ανηφορίζοντας στα ρουθούνια
την μυρωδιά του θανάτου
Με τον ήλιο πάνω
στα θαμπωμένα βλέφαρα
μέτρησε δαχτυλίδια
χρόνια συσσωρευμένα
σε ομόκεντρους κύκλους
Ένα μπάλωμα ανάμεσα σε δυο άκρες
μια βελονιά πάνω στο κενό
Πάνω στο ματωμένο λείψανο
στάθηκαν λευκές πεταλούδες
Λευκά σημαιάκια τα φτερά τους
Η μία έμεινε για πάντα εκεί
άφησε το αποτύπωμα της στο ξύλο
Μια άλλη χόρεψε μπροστά στα χείλη
που κόβουν βιολετιά λουλούδια
Η άλλη φτεροκόπησε στον άνεμο
πάνω από τις πλαγιές του λόφου
Η πιο μικρή πέταξε κοντά στα μάτια
Κοίταξε πέρα απ’ αυτά
με βλέμμα μαθημένο στον ουρανό
Έκλεισε... Περισσότερα
ΒΙΟΛΕΤΑ Ή ΜΕΝΕΞΕΣ
Εκείνο το πρωινό ένιωσε κουρασμένη·
ένιωσε ανηφορίζοντας στα ρουθούνια
την μυρωδιά του θανάτου
Με τον ήλιο πάνω
στα θαμπωμένα βλέφαρα
μέτρησε δαχτυλίδια
χρόνια συσσωρευμένα
σε ομόκεντρους κύκλους
Ένα μπάλωμα ανάμεσα σε δυο άκρες
μια βελονιά πάνω στο κενό
Πάνω στο ματωμένο λείψανο
στάθηκαν λευκές πεταλούδες
Λευκά σημαιάκια τα φτερά τους
Η μία έμεινε για πάντα εκεί
άφησε το αποτύπωμα της στο ξύλο
Μια άλλη χόρεψε μπροστά στα χείλη
που κόβουν βιολετιά λουλούδια
Η άλλη φτεροκόπησε στον άνεμο
πάνω από τις πλαγιές του λόφου
Η πιο μικρή πέταξε κοντά στα μάτια
Κοίταξε πέρα απ’ αυτά
με βλέμμα μαθημένο στον ουρανό
Έκλεισε τα μάτια·
δεν έπρεπε να καταλήξουν ραμφισμένα
από κοράκια
ΙΒΙΣΚΟΣ ΑΪΤΗ
«κι αν δεν κοιμηθείς, ο κάβουρας σε φάει»
«Dodo ti pitit manman»,
παραδοσιακό νανούρισμα της Αϊτής
Μαύροι ιβίσκοι με αριθμό στα πέταλα
Που είναι τα παιδιά;
Χαμένα σε ποιαν ήπειρο; ποια χώρα;
ποιο ορφανοτροφείο; ποιο δρόμο;
χωρίς μητέρα, πατέρα, πατρίδα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό,
χωρίς τη γλώσσα την παλιά,
σκλάβοι, Restavék
Θέλω τον ιβίσκο τον rose kayenn
όχι τα κόκκινα ζαχαρωτά
που μου τα δίνουν ξένοι
που μου αφαιρούν τη ζεστασιά
που με γδύνουν από ό,τι αγνό
που με κάνουν δούλο τους ξανά
θέλω το νανούρισμα του κάβουρα,
να τον βάλεις στο καζάνι,
τραγούδησέ μου, γιαγιά, πάλι
με τον Χούνγκαν και τη Μάμπο,
να ξεκουραστώ Λιγότερα