Το παλιό λεωφορείο του στρατού, που εκτελούσε και καθήκοντα ασθενοφόρου, ξεκίνησε. Στον τόπο της μάχης, που έφθασαν αργά το σούρουπο, βρήκαν τραυματισμένους στρατιώτες σκορπισμένους τριγύρω. Αφού γέμισε το λεωφορείο ασφυκτικά και δεν έπαιρνε άλλον πια, ακούγεται η βροντερή φωνή της: "Παιδιά είστε βέβαιοι πως δεν υπάρχει άλλος;" "Όχι, Μάννα, μόνον ένας πεθαμένος εκεί επάνω, αν τραβήξης λιγάκι προς τα εκεί, θα δης τα πόδια του να κρεμούν από τον βράχο". "Και που το ξέρετε πως είναι πεθαμένος, πήγατε κοντά του;" "Είναι σίγουρα πεθαμένος Μάννα, δεν έχει κουνήσει ώρες τώρα". Χωρίς άλλη κουβέντα η Άννα τρέχοντας μέσα στην βροχή και την λάσπη, σκαρφαλώνει στον... Περισσότερα
Το παλιό λεωφορείο του στρατού, που εκτελούσε και καθήκοντα ασθενοφόρου, ξεκίνησε. Στον τόπο της μάχης, που έφθασαν αργά το σούρουπο, βρήκαν τραυματισμένους στρατιώτες σκορπισμένους τριγύρω. Αφού γέμισε το λεωφορείο ασφυκτικά και δεν έπαιρνε άλλον πια, ακούγεται η βροντερή φωνή της: "Παιδιά είστε βέβαιοι πως δεν υπάρχει άλλος;" "Όχι, Μάννα, μόνον ένας πεθαμένος εκεί επάνω, αν τραβήξης λιγάκι προς τα εκεί, θα δης τα πόδια του να κρεμούν από τον βράχο". "Και που το ξέρετε πως είναι πεθαμένος, πήγατε κοντά του;" "Είναι σίγουρα πεθαμένος Μάννα, δεν έχει κουνήσει ώρες τώρα". Χωρίς άλλη κουβέντα η Άννα τρέχοντας μέσα στην βροχή και την λάσπη, σκαρφαλώνει στον βράχο για να βεβαιωθεί. "Ζη, γιατρέ, ελάτε να τον μεταφέρωμε". "Ναι Μάννα, αλλά είμεθα αναγκασμένοι να τον αφήσουμε". "Να τον αφήσουμε εδώ; Ποτέ". "Άκου Μάννα, ή θα μεταφέρωμε αυτόν μόνον, ή όλους τους άλλους. Στην κατάστασι που είναι πρέπει να μετακινηθή, όσον το δυνατόν πιο μαλακά, δηλαδή σε κρεμασμένο φορείο, που να βαστούν δυο-τρεις άνδρες, για να τον προφυλάσσουν από τα τραντάγματα και μες το σκοτάδι είναι δύσκολο να αποφύγης τις κακοτοπιές". Ο Νομικός έδεσε τα τραύματα του μ' ένα πρόχειρο επίδεσμο, του έφτιαξε με μανδύες ένα στρώμα, τον σκέπασαν με κουβέρτες κι έστησαν από πάνω του ένα αντίσκηνο για την βροχή, που δεν έλεγε να σταματήσει. "Γιατρέ μου, θα σας περιμένω, όσον μπορείτε πιο νωρίς το πρωΐ". Ο γιατρός τινάχθηκε. "Μάννα δεν είσαι καλά, είναι αδύνατον να μείνης εδώ ολομόναχη την νύκτα". "Και μένα μου είναι αδύνατον να αφήσω ολομόναχο το δυστυχισμένο αυτό παιδί". "Μάννα δεν ξέρεις τι λες, αναλογίσου, ακόμα σήμερα το πρωΐ οι κακούργοι αυτοί ήσαν εδώ, ξέρεις τι σε περιμένει αν σε βρουν;" "Γιατρέ μου χάνεις τα λόγια σου, μη χασομεράς τα παιδιά που θέλουν αλλαγή". Κάθισε όλη την νύχτα δίπλα στον τραυματισμένο στρατιώτη, κρατώντας τον ζεστό με τις κουβέρτες και δίνοντας του γουλιά-γουλιά λίγο κονιάκ και καφέ. Λιγότερα