«Μοιάζει με κουκλόσπιτο» κατέληξε η Αρετή όταν είδε το νέο τους σπίτι. Η πρώτη τους ζωή είχε τελειώσει οριστικά κι αυτό ήταν κάτι που δεν ήταν εύκολο να αποδεχτούν. Δεν ήταν εύκολο ν' αποδεχτούν πως είχαν χάσει τους γονείς τους, το σπίτι, την πατρίδα τους. Μερικές φορές πίστευαν πώς όλα ήταν ένα όνειρο: ζούσαν μέσα σ' ένα θέατρο, με μια άγνωστή τους γυναίκα, τη Δόμνα, που έλεγε πως ήταν παιδιά της· το σπίτι τους ήταν πλέον ένα θεωρείο δύο επί τρία το πολύ, κι ακόμα και τα όνειρα κι οι εφιάλτες τους μπερδεύονταν με των υπόλοιπων ενοίκων και με τις σκιές που κυκλοφορούσαν ανενόχλητες στους διαδρόμους.Ίσως γι' αυτό η Αρετή αποφασίζει να ζει μέσα σ' ένα... Περισσότερα
«Μοιάζει με κουκλόσπιτο» κατέληξε η Αρετή όταν είδε το νέο τους σπίτι. Η πρώτη τους ζωή είχε τελειώσει οριστικά κι αυτό ήταν κάτι που δεν ήταν εύκολο να αποδεχτούν. Δεν ήταν εύκολο ν' αποδεχτούν πως είχαν χάσει τους γονείς τους, το σπίτι, την πατρίδα τους. Μερικές φορές πίστευαν πώς όλα ήταν ένα όνειρο: ζούσαν μέσα σ' ένα θέατρο, με μια άγνωστή τους γυναίκα, τη Δόμνα, που έλεγε πως ήταν παιδιά της· το σπίτι τους ήταν πλέον ένα θεωρείο δύο επί τρία το πολύ, κι ακόμα και τα όνειρα κι οι εφιάλτες τους μπερδεύονταν με των υπόλοιπων ενοίκων και με τις σκιές που κυκλοφορούσαν ανενόχλητες στους διαδρόμους.Ίσως γι' αυτό η Αρετή αποφασίζει να ζει μέσα σ' ένα μπαούλο, μέχρι που κάποια στιγμή αναπάντεχα εξαφανίζεται. Ο Δρόσος ξέρει πως στην αδερφή του δεν άρεσαν καθόλου τα κουκλόσπιτα. Της άρεσε όμως να παρασύρεται από τον άνεμο χωρίς να φοβάται πως θα χαθεί, αφού την οδηγούσε κάθε φορά πίσω το άρωμα από τις τριανταφυλλιές του σπιτιού τους. Όμως πουθενά μέσα στο κουκλόσπιτο δεν υπάρχουν τριανταφυλλιές. Αρχίζει λοιπόν την αναζήτησή της με τη βοήθεια του Σάββα, που για να ζήσει έχει γίνει τσιράκι στην αγορά. Λιγότερα